- λειότης
- λειότηςsmoothnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειοτήτων — λειότης smoothness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότησι — λειότης smoothness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότησιν — λειότης smoothness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητα — λειότης smoothness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητας — λειότης smoothness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητες — λειότης smoothness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητι — λειότης smoothness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητος — λειότης smoothness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c λειότης laevitas, laevor, laevigatio. Ողորկն գոլ. լերկութիւն. հարթութիւն. յղկումն եւ ուղղութիւն մակերեւութիւն. փայլիւն. որ եւ ՈՒՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ, ՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ. *Առ սոքօք վարիլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)